Σαν αλμυρίκι μεγαλώνω μόνο στην ακτή
ξεγελάω την πείνα μ' ένα κομμάτι ψωμί
όσο αιωρούμαι στον τέταρτο δε πατάω στη γη
μες στη κλεισούρα, σε χρόνια σκούρα πέφτει ο ήλιος νωρίς
Ο εραστής της χαραυγής
βγήκα να βρω να πιω το νερό της πηγής
ο απαθής που νιώθει με πάθος, δεν είμαι ράκος
μα ούτε και βράχος, μύρισα το χάος στο βάθος
όλως τυχαίως
Άτυχος μοιραίως
κι ας μην είναι ο κόσμος ωραίος, θα τον κάνουμε εμείς
όταν πιάσεις πάτο μόνο να ανέβεις μπορείς
ψάχνω το φάρμακο απ' τους καρπούς της γης
Ο αναστεναγμός στη μπόρα
δε με χωράει το δωμάτιο μα ούτε κι η χώρα, ο τόπος
χάθηκε από τη τσέπη μου ο κόπος, η΄ταν φτωχός ο κόμπος
εισπνέω τον αέρα που φυσάει ο νότος.